βοσκούς

βοσκούς
βοσκός
herdsman
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • Carsten Høeg — (November 15 1896 in Aalborg April 3 1961) was a Danish professor of classic philology and a Juris Doctor at the University of Copenhagen from 1926. He earned his Ph.D with an ethnographic study of the Sarakatsani Greeks. He later published… …   Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αγραυλία — Γιορτή της αρχαίας Αθήνας κατά τη διάρκεια της οποίας όλοι οι νέοι, μόλις γίνονταν έφηβοι, συγκεντρώνονταν στον ναό της Αγραύλου και ορκίζονταν να υπερασπιστούν την πατρίδα τους, παραλαμβάνοντας και τα όπλα τους. * * * ἀγραυλία, η (Α) [ἄγραυλος]… …   Dictionary of Greek

  • αεροπός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Απόγονος του Τημένου, που ανήκε στο γένος των Ηρακλειδών, και αδελφός του Περδίκκα, ιδρυτή της μακεδονικής δυναστείας. Μαζί με τον Περδίκκα κι έναν τρίτο αδελφό, τον Γαυάνη, ο Α. είχε καταφύγει στη Λέβαια της Μακεδονίας από… …   Dictionary of Greek

  • αιώρα — Η κούνια, παιδικό παιχνίδι. Αποτελείται από ένα κάθισμα στερεωμένο με δύο παράλληλα σχοινιά, τα οποία δένονται σε μια εγκάρσια δοκό, κλαδί δέντρου κλπ. Η α., μετά από τις κατάλληλες ωθήσεις, παίρνει την κίνηση του εκκρεμούς, απομακρύνεται από το… …   Dictionary of Greek

  • αλοτροφώ — ἁλοτροφῶ ( έω) (Μ) τρέφω με αλάτι (για τους βοσκούς που αρμυρίζουν τα ζωντανά τους). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἁλοτρόφος < ἁλο * + τρόφος < τρέφω] …   Dictionary of Greek

  • ενδιάω — ἐνδιάω (Α) 1. συχνάζω σε υπαίθριο χώρο 2. (για βοσκούς) οδηγώ τα κοπάδια να βοσκήσουν …   Dictionary of Greek

  • εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”